- κραστις
- κρᾶστιςили κράστις -εως ἥ зеленый корм, сено Arph., Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κράστις — και κρᾱστις, εως, ἡ (Α) 1. η χλόη, το γρασίδι, η χορτονομή τών ζώων, ιδίως τών αλόγων 2. (στην Αίγυπτο επί Πτολεμαίων) είδος φόρου που κατέβαλλαν οι βασιλικοί γεωργοί στο δημόσιο ταμείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράστις* (ἡ) «γρασίδι», με αφομοιωτική τροπή… … Dictionary of Greek
γρασίδι — το χλόη, χόρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γρασσίδιον, υποκοριστικό του αρχ. γράσσις, άλλη γραφή τού γράστις, αττ. κράστις «χλόη», με απλοποίηση τών σσ ] … Dictionary of Greek
κραστήριο — το (Α κραστήριον) είδος σχάρας, η οποία στερεώνεται στον τοίχο, πάνω από τη φάτνη τών ιπποστασίων, όπου τοποθετείται η χορτονομή τών ίππων αρχ. στον πληθ. τὰ κραστήρια οι κολόνες τού κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρασ (πρβλ. κράστις «γρασίδι») +… … Dictionary of Greek
κραστίζομαι — (Α) [κράστις] τρώγω χλόη, βόσκω … Dictionary of Greek
κραστιφόρος — κραστιφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει πολλή χλόη, άφθονα χόρτα («κραστιφόρος Σκυθία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κράστις + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, καρπο φόρος] … Dictionary of Greek
λειοτριχιώ — λειοτριχιῶ, άω και έω και λειοτριχῶ, έω (Α) έχω ή αποκτώ λείο τρίχωμα («ἡ δὲ κράστις λειοτριχεῑν ποιεῑ, ὅταν ἔγκυος ᾖ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + τριχιῶ (< θρίξ, τριχός)] … Dictionary of Greek
gras- : grō̆ s- — gras : grō̆ s English meaning: to gnaw, to devour Deutsche Übersetzung: “fressen, knabbern” Material: O.Ind. grásatē “gobbles (esp. from animals), devours” (*grasō), grüsa ḥ “ mouthful, morsel, bite of food “; Gk. γράω “ gnaw,… … Proto-Indo-European etymological dictionary